ἀνεκκλησίαστον

ἀνεκκλησίαστον
ἀνεκκλησίαστος
not used for assemblies of the people
masc/fem acc sg
ἀνεκκλησίαστος
not used for assemblies of the people
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεκκλησίαστος — η, ο (Α ἀνεκκλησίαστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν μπόρεσε να πάει ή δεν πάει συνήθως στην εκκλησία αρχ. ο χώρος που δεν χρησιμοποιείται για συνέλευση της εκκλησίας του δήμου «ανεκκλησίαστον θέατρον») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”